Ήρα Καραδημητρίου

Ζίου Ζίτσου

Μικρές Ιστορίες

Μια ηλικιωμένη στεκόταν μουρμουρίζοντας στη στάση του λεωφορείου. Κρατούσε σφιχτά την τσάντα της με τα δύο της χέρια… μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε να χτυπάει η καμπάνα της εκκλησίας της Παναγίας δύο στενά παραπέρα. Έσπευσε να κάνει το σταυρό της.

Η τύχη χαμογέλασε στον νεαρό πίσω της, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία που περίμενε. Άπλωσε το δεξί του χέρι και το έχωσε μέσα στην τσάντα της. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένιωσε κάτι σαν τανάλια να ακινητοποιεί την παλάμη του και τα δάχτυλά του.

«Ααααα!!!» κραύγασε. «Κωλόγρια!!!»

Ο πόνος ήταν διαπεραστικός και δυνατός σαν να τον τίναζε ρεύμα.

Η ηλικιωμένη, χωρίς καν να τον κοιτάζει, συνέχισε ακάθεκτη να σταυροκοπιέται με το ένα χέρι και με το άλλο να κάνει τον νεαρό να μετανιώνει τη στιγμή και την ώρα που πήγε να την κλέψει.

Όταν τελείωσε το σταυροκόπημα, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε με απρόσμενη ηρεμία: «Πού να φανταζόσουν κι εσύ ότι στα νιάτα μου ήμουν πρωταθλήτρια του ζίου ζίτσου…»

Άφησε το χέρι του ελεύθερο και έβγαλε από την τσάντα της ένα λευκό μαντήλι, με το οποίο έδεσε την παλάμη του. Έβγαλε και δέκα ευρώ από το πορτοφόλι της και του τα έδωσε.

«Αυτά για να πάρεις ένα ταξί τώρα που δεν μπορείς να κουνήσεις το χέρι σου… Να σου πω, καπνίζεις;» «Ναι», είπε ο νεαρός. «Πάρε κι ένα τσιγάρο να κάνεις, για να χαλαρώσεις μέχρι να βρεις ταξί. Άντε στην ευχή του Θεού τώρα», είπε και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία ψέλνοντας μουρμουριστά.

Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal στις 13/02/2024:

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *