Μικρές Ιστορίες
Άνοιξε τα μάτια της. Τέντωσε το κορμί της πάνω στο στρώμα και το έστρεψε νωχελικά προς τα δεξιά. Έριξε το βλέμμα της στο κινητό της που ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Το άνοιξε. Η ώρα ήταν δέκα και μισή. Το κεφάλι της την πονούσε. Χθες ήταν Σάββατο και είχε πιεί.
Άκουσε το στομάχι της να γουργουρίζει. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο. “Όχι ρε γαμώτο” σκέφτηκε. Ήταν άδειο. Ένας διαρκής ήχος από ξύσιμο την έκανε να στρέψει την προσοχή της προς το τραπέζι πίσω της. Ήταν η Σουσούρω, η γάτα της, που έξυνε με τα πόδια της μια καρέκλα. Άνοιξε το φως. Η Σουσούρω είχε πέσει με τα μούτρα σε ένα κομμάτι που είχε ξεκολλήσει από την καρέκλα και το δάγκωνε. “Φύγε από ‘κει” της φώναξε. Πήρε αμέσως τη σκούπα και το φαράσι. Πέταξε τα τρίμματα της καρέκλας στα σκουπίδια. Άγγιξε το σημείο που είχε γδαρθεί η καρέκλα. Όλως περιέργως, δεν ένιωσε τίποτα το αιχμηρό. Έβαλε λίγη δύναμη να σπάσει το ξύλο. Αυτό ξεκόλλησε σαν κόρα από ψωμί που κόβει κάποιος με τα δάχτυλά του. Παραξενεύτηκε.
Πήγε στο σαλόνι και πήρε την τσάντα της. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο για το σούπερ μάρκετ. Ένας άντρας κρατούσε στα χέρια του δέρμα από μια θέση του αμαξιού του. Μια παρέα παιδιών έσκαβε την άσφαλτο με μανία. Μια γυναίκα κρατούσε μια αγκαλιά κλαδιά που την ξεπερνούσαν στο ύψος και κατευθυνόταν προς την διπλανή πολυκατοικία. Προτού φτάσει στο σούπερ μάρκετ, οι τίτλοι των εφημερίδων έξω απ’ το γειτονικό ψιλικατζίδικο τής τράβηξαν την προσοχή “Η ΠΟΛΗ ΤΡΩΓΕΤΑΙ – ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ – ΦΑΤΕ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΤΕ, ΕΙΝΑΙ ΤΖΑΜΠΑ – ΒΡΩΣΙΜΗ Η ΠΟΛΗ” . Μπήκε στο μαγαζί “Καλημέρα, τι συμβαίνει;” “Έλα να σε κεράσω” της είπε ο πωλητής και της έδωσε μια σελίδα από μια εφημερίδα. Την έβαλε διστακτικά στο στόμα της και άρχισε να μασάει. Η γεύση της θύμιζε ψητό κρέας. Ήταν πολύ νόστιμη. Πήρε στα χέρια της τις υπόλοιπες σελίδες και άρχισε να τις διαβάζει.
“ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ. Σε εργαστηριακό ατύχημα οφείλεται η έκπληξη που περίμενε τους κατοίκους της πόλης σήμερα το πρωί. Μια κατασκευασμένη ουσία, η Μ – ΜΕΘΑΛΟΝΗ, η οποία φυλασσόταν σε Διεθνές Εργαστήριο ένα χιλιόμετρο κάτω από την έρημο Σαχάρα, για άγνωστους λόγους, διέρρευσε στη γήινη ατμόσφαιρα και μέσα σε λίγες ώρες άλλαξε, σε περίμετρο χιλιομέτρων γύρω από το εργαστήριο, την χημική σύσταση όλων των υλικών που είναι από οργανική ύλη. Η έρημος Σαχάρα, κατά τόπους, έχει αποκτήσει γεύση καστανής ζάχαρης. Πλήθος κόσμου τρώει κλαδιά δέντρων. Η Αστυνομία συγκρούεται με ανθρώπους και έχει περικυκλώσει την γύρω περιοχή προσπαθώντας να εμποδίσει την αρπακτικότητα του πλήθους. Σύμφωνα με τους ειδικούς μόνο μια δυνατή βροχή θα ξεπλύνει την ατμόσφαιρα και το έδαφος από τη Μ – Μεθαλόνη. Πλήρες φωτορεπορτάζ στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας μας”.
Μια παρέα νεαρών άρχισε να την ακολουθεί. Επιτάχυνε το βήμα της. Την προφτάσανε. Έπεσαν κατά πάνω της, της πήραν τα παπούτσια και το μπουφάν και ρίχτηκαν να τα καταβροχθίζουν. Ξυπόλητη, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι της. Μόλις έφτασε πήρε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη της και άρχισε να το τρώει με μικρές μπουκιές βλέποντας παράλληλα στην τηλεόραση τις εξελίξεις. Την πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα. Την ξύπνησαν φωνές από το δρόμο. Η τηλεόραση δεν είχε σήμα. Βγήκε έξω. Ενώθηκε με το πλήθος. Ο Στρατός είχε βγει στο δρόμο. Οι σφαίρες που πέφτανε δεν σκοτώναν. Διαλύονταν στα κορμιά του κόσμου σαν χοντρό αλάτι. Χιλιάδες άνθρωποι έσκαβαν την άσφαλτο και έτρωγαν εξαρτήματα από τα οχήματα των Ειδικών Δυνάμεων. Κάποιοι είχαν φάει τόσο πολύ που έκαναν εμετό. Όμως όλο και περισσότερος κόσμος γέμιζε τους δρόμους.
Μέσα σε λίγες ώρες στους δρόμους υπήρχαν σώματα στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, με τα στόματα μισάνοιχτα, τις ζώνες της μέσης λυτές και πουκάμισα που έχασκαν ανοιχτά, χωρίς κουμπιά. Άρχισε να βρέχει. Εκείνη άνοιξε τα μάτια. Προσπάθησε να σηκωθεί και κοίταξε τον ουρανό. Είχε πιάσει μπόρα για τα καλά. Στάλες βροχής ανάμεικτες με δάκρυα έβρεχαν στο πρόσωπό της.
Leave a Reply