Μικρές Ιστορίες
Πάντα με διαφορετικό τρόπο χαιρετούσε οποιον συναντούσε. Πρώτα τον κάρφωνε με τα μάτια. Αν αυτός χαμήλωνε το βλέμμα, τον αποτελείωνε με μια χειραψία σφιχτή και επώδυνη. Αν τον κοιτούσε παρατεταμένα και βαθιά, τον περίμενε μέχρι να ανοιγοκλείσει εκείνος πρώτος τα μάτια του. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι αντάλλασσαν χαιρετισμό αγγίζοντας τις γροθιές τους, αυτή η χειραψία τον ηρεμούσε.
Κανείς δεν ήξερε γιατί συμπεριφερόταν τόσο παράξενα. Το γεγονός όμως είναι ότι οι γύρω του δεν δημιουργούσαν στενές σχέσεις μαζί του, αφού όλοι υπέφεραν από τον εξαναγκασμό σε αυτή την ιεροτελεστία κυριαρχίας.
Πολλά λέγονταν για εκείνον. Κυκλοφορούσαν ιστορίες διάφορες, όπως ότι στο σπίτι του τα παράθυρα ήταν πάντα κλειστά. Τεκμήριο ότι δεν τον έβλεπε ο ήλιος ήταν ότι το δέρμα του είχε μια ελαφρώς γαλάζια, πορσελάνινη απόχρωση και το ότι τα ρούχα του μύριζαν ναφθαλίνη.
Ήταν ακριβώς μετά την Πρωτοχρονιά τότε που πήγε στο φούρνο της γειτονιάς για να αγοράσει γάλα. Πέρασε την είσοδο έτοιμος να ρίξει το γνωστό του βλέμμα στον πωλητή, όμως πίσω από την ταμειακή μηχανή αντίκρισε δύο μεγάλα, διερευνητικά, πράσινα μάτια.
Κοκκάλωσε. Την κοίταζε παρατεταμένα έκθαμβος και με απόγνωση.
“Προχωρήστε παρακαλώ, κύριε!” τον επέπληξε ένας ηλικιωμένος που βρισκόταν πίσω του. “Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;” ρώτησε ψυχρά κάνοντας μισή στροφή στο σώμα του και εστίασε το βλέμμα στα μάτια του ανθρώπου. “Ε, ναι ρε γεροπαράξενε, υπάρχει, έχουμε και δουλειές!” Αντιμίλησε ο ηλικιωμένος. Ο μοναχικός κύριος αίφνης, με ψυχρή ηρεμία, του έριξε μια μπουνιά στη μύτη.
Το ΕΚΑΒ παρέλαβε τον τραυματία και το περιπολικό τον δράστη. Ψύχραιμος, ευθυτενής, είπε στον αξιωματικό υπηρεσίας ότι έπρεπε να ξεπλύνει την προσβολή που του έγινε. Ορίστηκε δικάσιμη και αφέθηκε ελεύθερος.
Άνοιξε απότομα τα μάτια, με δύσπνοια και ταχυκαρδία. Πέρασε αρκετά λεπτά χωρίς να τα κλείσει και χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το ταβάνι. Μόλις είχε ξημερώσει. Αναστέναξε με ανακούφιση. “Ναί, ένας εφιάλτης ήταν, θα συνέλθω”. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του κάθιδρος.
Είχε ονειρευτεί ότι ήταν τυφλός αλλά άκουγε και μιλούσε κανονικά. Μπορούσε να αισθανθεί την γλύκα ενός ώριμου ροδάκινου στο στόμα του, την απαλή φλούδα του στα χέρια του και την υγρασία του χυμού του στα δάχτυλα και στα μάγουλά του, όμως μπροστά στα μάτια του οποιοδήποτε σχήμα ή χρώμα απουσίαζε. Παντού μαύρο. Ήταν σε ένα σκοτεινό κελί φυλακής.
Οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν το παράθυρο του κελιού του και έκαναν τα μάτια του να τσούζουν.
Ο δεσμοφύλακας τον σήκωσε άγαρμπα και τον οδήγησε στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Διέπραττε έγκλημα με το βλέμμα κατ’ εξακολούθησιν, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας και τιμωρήθηκε με τύφλωση. Ο Νόμος ήταν σαφής. Ξέπνοος, κάθισε στην καρέκλα που τον οδήγησε ο δεσμοφύλακας. Δύο άλλοι, του έδεσαν χέρια και πόδια. Εφάρμοσαν στο κρανίο του μια ατσάλινη συσκευή που κρατούσε το κεφάλι ακίνητο και τα μάτια ανοιχτά. Σε απόσταση δέκα εκατοστών από το πρόσωπό του υπήρχε ένας λαμπτήρας, ρυθμισμένος σε Ισχύ Τύφλωσης. Ένα διαπεραστικό σφύριγμα ακούστηκε.
Φως. Πετάχτηκε τρομαγμένος. Μια αχτίδα ήλιου χτύπαγε τα μάτια του.
Leave a Reply