Μικρές Ιστορίες
Δεν θέλω να πετάξω. Δεν δοκιμάζω καν να ανοίξω τα φτερά μου. Δεν είναι ότι φοβάμαι τα ύψη. Αντιθέτως, από τότε που έχτισα τη φωλιά μου στο σημείο που η πρόσοψη του σπιτιού των ιδιοκτητών μου συναντάει τον πλαϊνό τοίχο, μου αρέσει να χαζεύω τους περαστικούς στο δρόμο από κάτω. Έτσι θέλω να περάσω τη ζωή μου. Σκέφτομαι ότι είμαι τυχερός που δεν χρειάζεται να φροντίζω για την επιβίωσή μου. Ο ιδιοκτήτης μου φροντίζει να έχω τα απαραίτητα: νερό και τροφή.
Γαντζωμένος στο δεξί χέρι του ανθρώπου που με έχει υπό την προστασία του κάνουμε βόλτα στο πάρκο. Εκεί έχει και άλλα πουλιά αλλά κανένα δεν μου δίνει σημασία. Εμένα μου αρέσει να γίνομαι το επίκεντρο της προσοχής των ανθρώπων. Κανένας άλλος άνθρωπος, πέρα από τον ιδιοκτήτη μου, δεν κυκλοφορεί παρέα με ένα πουλί.
Σήμερα στο πάρκο συναντήσαμε έναν ηλικιωμένο που στην αγκαλιά του κρατούσε ένα κλουβί. Ήταν αρκετά μεγάλο σε μέγεθος και μέσα του υπήρχε ένα αηδόνι. Μόλις το είδα ένιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ένιωσα και ένα δεύτερο όταν το άκουσα να μου μιλάει. “Μα γιατί δεν το σκας;” “Γιατί να το σκάσω;” απάντησα αμήχανα “Δεν θέλεις να δεις πώς είναι ο κόσμος;” “Μα, τον βλέπω” “Μα εσύ βλέπεις μόνο όπου σε ταξιδεύει το χέρι του ιδιοκτήτη σου.” “Κι εσύ που τον ξέρεις τον κόσμο;” ρώτησα θυμωμένα “Τώρα με βλέπεις μέσα στο κλουβί. Κάποτε μπορούσα να πετάω. Δοκίμασέ το κι εσύ!”.
Τα λόγια του αηδονιού με προβλημάτισαν. Πώς να ήταν άραγε ο υπόλοιπος κόσμος;
Πέρασε πολύς καιρός από αυτή τη συνάντηση. Καθόμουν, όπως πάντα, στη φωλιά μου και παρατηρούσα από ψηλά τον κόσμο που περνούσε. Μέσα μου κάτι μ’ έσπρωξε να ανοίξω τα φτερά μου. Χωρίς να το καταλάβω, πετούσα στον ουρανό. Ένα παρατεταμένο βουητό και άγνωστοί μου ήχοι ακούγονταν. Έβλεπα τη γη και τα δέντρα να πηγαίνουν πέρα δώθε. Έκανα στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Το σπίτι των ιδιοκτητών μου είχε γκρεμιστεί συθέμελα. Μαζί και η φωλιά μου. Άνοιξα τα φτερά μου και έφυγα προς τον ορίζοντα.
Leave a Reply