Μικρές Ιστορίες
Τα πάντα γύρω μου είναι θολά. Είμαι πεσμένη στο πάτωμα του σπιτιού μου. Κάθε φορά που πάω να ανοίξω τα μάτια μου βλέπω το ταβάνι να στριφογυρίζει. Ακούω το κλειδί που ανοίγει την πόρτα. Ακούω και τα βήματα να τρέχουν προς εμένα. Η φωνή της μάνας μου διαπερνά τα αυτιά μου:
“Τί έχεις παιδί μου;”
“Άσε την κόρη σου ήσυχη. Βρήκα το κωλόπαιδο πεσμένο στα σκαλιά του σπιτιού. Ίδια με εσένα θα την κάνεις”
“Δεν αντέχω, θα κάνω εμετό”
“Ορίστε, βρομίζει και το σαλόνι τώρα. Ήθελα να ‘ξερα πώς την αντέχεις. Αλλά εσύ φταις, δεν ανοίγεις το στόμα σου ούτε όταν σε βρίζει. Τέτοια μαλάκω είσαι! Για ό,τι κάνει της βρίσκεις κι από μια δικαιολογία και της δίνεις στα κρυφά λεφτά. Από εμένα σήμερα τέρμα το χαρτζιλίκι. Μην τολμήσεις να της δώσεις εσύ, θα γίνει της πουτάνας εδωμέσα”
Πηγαίνω στην Τρίτη Γυμνασίου. Το πιό πιθανό είναι ότι και του χρόνου θα πηγαίνω στην Τρίτη Γυμνασίου, αφού το πρώτο τρίμηνο δεν έχει καλά καλά τελειώσει και έχω κάνει περισσότερες απουσίες από αυτές που δικαιούμαι. Τη βγάζω με την παρέα μου στο μπιλιαρδάδικο που ‘ναι δίπλα στο σχολείο. Εμένα δεν μου αρέσει το μπιλιάρδο. Πίνω δυο τρία κουτάκια μπίρα και χαζεύω το αγόρι μου που παίζει με τους φίλους του.
Τα βράδια πηγαίνουμε στα Λιμανάκια και κάνουμε κόντρες ανάμεσα σε αμάξια. Είμαι η μόνη κοπέλα στην παρέα. Τα έχω εδώ και ένα χρόνο με τον Τάσο. Ο Τάσος είναι δεκαοχτώ και μόλις αγόρασε δικιά του, οχτακοσάρα μηχανή. Μου αρέσει πολύ να με ανεβάζει στη σέλα και να τρέχει μαρσάροντας. Οι φίλοι του οδηγούν μηχανές κι αυτοί. Κατεβαίνοντας τη Βουλιαγμένης, η παρέα μας μοιάζει με σχηματισμό πουλιών στον ουρανό. Πρώτος στον τριγωνικό αυτό σχηματισμό είναι ο Τάσος κι εγώ κάθομαι πίσω του.
Σήμερα το πρωί ξύπνησα απότομα από έναν κεραυνό που έπεσε κοντά στο σπίτι. Έμεινα στο κρεβάτι ξαπλωμένη. Το πάπλωμά μου ήταν πολύ ζεστό, αλλά έξω έβρεχε και έκανε κρύο. Ήθελα να χωθώ κάτω από τα στρωσίδια μου και να κοιμηθώ. Ο πατέρας μου δουλεύει σε οικοδομή και σήμερα που βρέχει άργησε να φύγει για τη δουλειά. Πάλι φώναζε στη μάνα που ήταν ακόμα στο κρεβάτι.
“Τελείωνε. Ακόμα να σηκωθείς; Μόνο εγώ δουλεύω εδωμέσα”
Μετά μπήκε στο δωμάτιό μου.
“Σήκω τώρα” είπε και τράβηξε την κουβέρτα απότομα.
Σηκώθηκα σχεδόν κοιμισμένη και ταπεινωμένη. Η φωνή του μου προξενούσε τρόμο. Τον άκουσα να βάζει πάλι τις φωνές στη μάνα μου που ετοίμαζε πρωινό στην κουζίνα.
“Πας καλά; Η κόρη σου ακόμα κοιμάται κι εσύ δεν πας να της τραβήξεις το μαλλί να πάει σχολείο;”
Τελικά, επειδή βιαζόταν, έφυγε για τη δουλειά. Η μάνα μου άρχισε να κλαίει.
“Συγχώρα με παιδάκι μου που δεν τα βάζω μαζί του. Μη νομίζεις ότι είναι καλύτερος μαζί μου. Ο πατέρας σου είναι ένας τύραννος. Κάθε βράδυ τον ανέχομαι … καταλαβαίνεις τί εννοώ. Σήκω τώρα να πας στο σχολείο. Ας προλάβεις τουλάχιστον την τρίτη ώρα”
Ντύθηκα και, χωρίς να φάω, πήγα κατευθείαν στο μπιλιαρδάδικο. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον άνθρωπο δικό μου. Και ο πιό κοντινός μου ήταν ο Τάσος. Οι σκέψεις μου ήταν τόσο μπερδεμένες που δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά. Δε μου πήγε στο μυαλό να τηλεφωνήσω πρώτα στον Τάσο για να μου πει αν είναι εκεί. Κατέβηκα τα σκαλιά του μαγαζιού. Από την πόρτα είδα τον Τάσο να φιλάει τη σερβιτόρα, που σε λίγη ώρα θα άρχιζε τη βάρδια της. Όλοι στη γειτονιά την ήξεραν για εύκολη.
Με είδαν, αλλά γύρισα το κεφάλι μου, πήγα στο μπαρ και ζήτησα μια βότκα λεμόνι σε ένα πλαστικό ποτήρι για να την πάρω έξω μαζί μου. Το ποτό ήταν πολύ δυνατό και ήταν πρωί ακόμα. Δεν είχα φάει και τίποτα. Στην τρίτη γουλιά άρχισα να νιώθω το στομάχι μου να ανακατεύεται. Δεν άντεξα. Ούτε ξέρω πόση ώρα γυρόφερνα στη γειτονιά. Το μεσημέρι μόλις έφτασα στην εξώπορτα του σπιτιού μου το μόνο που θυμάμαι είναι ότι σωριάστηκα στα σκαλιά.
2020
Leave a Reply