Μικρές Ιστορίες
Συνθετικές σάρκες και μεταλλικά στελέχη, ηλεκτρονικά κυκλώματα και αισθητήρες, χημικές ουσίες, αίμα και διασωζόμενα ανθρώπινα μέλη αποτελούσαν την πρώτη ύλη των ανθρώπων-μηχανών. Το παρθένο ανθρώπινο γένος είχε εξαφανιστεί και αυτό δεν οφειλόταν σε κανένα σχέδιο και σε καμία φυσική καταστροφή. Την τελευταία χιλιετία εξέλειψαν τα ίχνη του.
Το είχε προβλέψει εκατοντάδες χρόνια πριν η Ιέρεια του Ναού του Τιμίου Αίματος και άφησε για τους νέους ανθρώπους – μηχανές χρησμό·
¨Έχετε προορισμό να μην έχετε προορισμό.¨
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Ευημερίας του γένους αυτού είχε στείλει αντιπροσώπους του στο Ναό. Σκοπός ήταν να ρωτήσουν τα Ανώτατα Όντα, μέσω της Ιέρειας, αν οι άνθρωποι – μηχανές θα κατακτήσουν την αθανασία. Τα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Ευημερίας εξέλαβαν τον χρησμό σαν προτροπή να έχουν προορισμό, βάζοντας στόχους.
Η μετάβαση στην εποχή της μετάλλαξης των ανθρώπων, έγινε αργά και αθόρυβα, κυρίως μέσα από κατεπείγουσες ιατρικές επεμβάσεις σε τραυματισμένους στρατιώτες, στις εμπόλεμες ζώνες. Τα αποτελέσματα αυτών των πειραματικών επεμβάσεων έγιναν αργότερα εξαιρετικά χρήσιμα στο να σώζουν ή να βελτιώνουν ζωές, εν καιρώ ειρήνης, με τη συνεργασία της Ιατρικής, της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Βιοτεχνολογίας. Τεχνητά μέλη αντικαθιστούσαν τα ανθρώπινα. Αθόρυβα και διεισδυτικά, με το χρόνο, εμφανίστηκε ένα νέο είδος, οι άνθρωποι – μηχανές.
Η κοινή τους γλώσσα ονομαζόταν cylan. Επρόκειτο για μια κοινή και εύχρηστη γλώσσα προγραμματισμού. Χάρη σε αυτή, μέσα σε λίγες γραμμές κώδικα τις οποίες απλά επεξεργάζονταν με το νου τους, μπορούσαν να εκτελούν εντολές, όπως το να ανοιγοκλείνουν τα δάχτυλα της παλάμης τους, ή να επικοινωνούν με το εξωτερικό περιβάλλον, στέλνοντας μηνύματα γραπτά ή ηχητικά, να βλέπουν με κάμερα και να ακούν μουσική.
Οι άνθρωποι – μηχανές δεν τρέφονταν με κρέας, φρούτα ή καρπούς. Είχαν συνηθίσει, με το χρόνο, να είναι ενεργειακά αυτόνομοι. Φορτίζονταν είτε με την έκθεσή τους στον ήλιο, είτε μέσω μικρών προσωπικών ανεμογεννητριών που τους εξασφάλιζαν χρόνο ζωής, ανάλογα με τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου – μηχανής. Αν κάποιος ήταν ελαττωματικός ή πάθαινε βλάβη, τότε έβγαινε εκτός λειτουργίας για λίγο και επισκευαζόταν.
Οι άνθρωποι – μηχανές δεν βίωναν την ανάγκη για ζωή, ούτε το φόβο του θανάτου. Κανένας δεν δούλευε γιατί δεν υπήρχε η ανάγκη της βιοτικής μέριμνας. Πανεπιστήμια, σχολεία, βιβλιοθήκες δεν υπήρχαν. Ολόκληρη η γνώση βρισκόταν αποθηκευμένη σε ψηφιακή μορφή, στις συνάψεις των εγκεφάλων των ανθρώπων –μηχανών. Καθηγητές, δάσκαλοι και μαθητές, έμποροι, βιομήχανοι και εφοπλιστές, εργάτες, υπάλληλοι και αυτοαπασχολούμενοι ήταν έννοιες άγνωστες. Χώρες δεν υπήρχαν γιατί δεν υπήρχαν σύνορα. Στη Γη δεν υπήρχε ιδιοκτησία, ούτε πόλεμοι.
Η εικόνα της Γης από ψηλά έμοιαζε με πεδίο μάχης μετά τη σύρραξη: Δίπλα και επάνω σε μνημεία αρχαίων πολιτισμών, αλλά και σε δημιουργίες νεότερων χρόνων όπως σε ταράτσες πόλεων, βρίσκονταν ακίνητοι και αμετακίνητοι άνθρωποι-μηχανές. Κάθονταν ή ξάπλωναν στα ερείπια των πόλεων ή κάτω από τις σκιές των δέντρων. Η υφήλιος βρισκόταν σε κατάσταση αδιευκρίνιστης αναμονής, όλοι είχαν θέσει την ενεργειακή τους ισχύ στο ελάχιστο, για άγνωστο χρονικό διάστημα.
Όλοι ήταν συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο και φορούσαν ¨έξυπνους¨ φακούς επαφής. Δεν εκμεταλλεύονταν καμία χρήση των φακών, παρά μόνο αυτή της κάμερας. Μια συνήθεια των ανθρώπων – μηχανών την οποία κληρονόμησαν από τους ανθρώπους, ήταν το κουτσομπολιό. Η ύπαρξή τους αναλωνόταν στο να παρακολουθούν, μέσω κάμερας, πως τους παρακολουθούσαν οι άλλοι άνθρωποι-μηχανές.
Και, ενώ στη Γη το μόνο που συνέβαινε ήταν η εθελοντική επιτήρηση, ένα πρωί, ένα αντικείμενο έκανε την εμφάνισή του στον ουρανό. Ήταν ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο με πλευρές 200 μέτρα μήκος, 150 μέτρα βάθος και 10 μέτρα ύψος. Είχε μεταλλικό χρώμα και οι κάτοικοι της γης έβλεπαν την μεγάλη του πλευρά. Σε αυτή ήταν ενσωματωμένα δυο τετράγωνα μαύρα ηχεία και ένας στρογγυλός δίσκος με διάμετρο 50 μέτρα, στον οποίον υπήρχαν δυο δείκτες ρολογιού.
Χωρίς να προσκρούσει στη γη, το αντικείμενο, κρατώντας μια σταθερή απόσταση από αυτή, άρχισε να μπαίνει στην τροχιά της. Μια απαλή, γυναικεία φωνή ακουγόταν να αναγγέλει αδιάκοπα στα cylan την ώρα :
¨Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι μια και τριάντα δύο λεπτά και πέντε δευτερόλεπτα¨
¨Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι μια και τριάντα δύο λεπτά και δεκαπέντε δευτερόλεπτα¨
Οι άνθρωποι-μηχανές, με τις κάμερες που διέθεταν, μοιράζονταν την εικόνα και τον ήχο, κάνοντας υποθέσεις και σχολιάζοντας ταυτόχρονα την έλευση του καινούριου επισκέπτη στη Γη. Μετά από το απαραίτητο ζουμάρισμα, είδαν ότι επρόκειτο για ένα τεράστιο, ηλιακά φορτιζόμενο, ρολόι.
Χιλιάδες χρόνια αργότερα, τρισεκατομμύρια άνθρωποι – μηχανές δεν λειτουργούσαν πλέον. Πάγος, υγρασία, καύσωνες και βροχές, αχρήστευσαν τις κάμερές τους, και το διαδίκτυο είχε σταματήσει να λειτουργεί. Τα μηχανικά τους μέλη είχαν λήξει ή χαλάσει από τη φθορά του χρόνου. Η φωνή που έβγαινε κάποτε από το ρολόι είχε σιωπήσει. Το ρολόι όμως εξακολουθούσε να βρίσκεται σε πορεία. Θα συνέχιζε την εσαεί κυκλική του κίνηση, μέχρι να σβήσει το φως του ήλιου, κάπου στα επόμενα εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια χρόνια.Το μόνο που ακουγόταν τώρα στον χώρο ήταν ένα επαναλαμβανόμενο ¨τικ – τακ¨.
Ο χρησμός είχε επαληθευτεί:
Έχετε προορισμό να μην έχετε προορισμό.
Leave a Reply