Μικρές Ιστορίες
Ο Κ1 στεκόταν όρθιος και κοίταζε από τη τζαμαρία του σταθμού την καταιγίδα που μόλις είχε ξεσπάσει. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Φρενάζια ήταν πολύ παλιός και σε ορισμένα σημεία η βροχή έσταζε στο δάπεδο. Οι βροντές των κεραυνών ήταν καταιγιστικές αλλά δεν τον αποσπούσαν από τις σκέψεις του. Βρισκόταν στον τελευταίο σταθμό της Φρενάζια πριν το τραίνο περάσει τα σύνορα της χώρας και τερματίσει στην Αλφρέδα, όπου τον περίμενε η Η2, η σύντροφός του εδώ και δέκα χρόνια.
Ο Κ1 και η Η2 ήταν κυβερνοειδή Τρίτης Γενιάς. Η μηχανική τους πλευρά τους επέτρεπε να επεξεργάζονται δεδομένα σε αναβαθμισμένο επίπεδο. Η ανθρώπινη τούς έδινε τη δυνατότητα να διαθέτουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως το να ερωτεύονται.
Ο Κ1 είχε σφιγμένη την παλάμη του μέσα στην τσέπη της καμπαρντίνας που φορούσε. Μόλις είχε εκτίσει την ποινή για κλοπή ιδιόκτητης σκέψης, την οποία είχε υπολογίσει ο Αλγόριθμος ότι τιμωρείται με πέντε χρόνια αποχής από την ερωτική συνεύρεση. Το σεξ ως πρακτική στα κυβερνοειδή απαιτούσε τη συμμετοχή της Τεχνολογίας Αφής, συνεπώς ο Κ1 είχε στερηθεί την ένταση του έρωτα για πέντε χρόνια.
Αγκαλιάστηκαν για πολλή ώρα χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Ο Κ1 άνοιξε την παλάμη του και την ακούμπησε μαλακά επάνω στη δική της.
“Είσαι έτοιμη για μεταφορά αρχείων;¨ της είπε.
¨Ναι. Σε θέλω¨ απάντησε εκείνη με φωνή που έτρεμε.
Όσο διαρκούσε η μεταφορά των αρχείων η Η2 ξέσπασε σε κλάματα. Ένιωθε ένα ρίγος να διαπερνά την σπονδυλική της στήλη, το σώμα της έτρεμε από πόθο. Το ίδιο ένιωθε και ο Κ1 ύστερα από πέντε χρόνια απουσίας από κάθε ερωτική πράξη. Θυμάσαι την τελευταία μας φορά; Ρώτησε ο Κ1.¨Θυμάσαι;¨ είπε η Η2 . ¨ Ήταν ακριβώς το ξημέρωμα, λίγο πριν φύγεις με το τρένο από τη Φρενάζια. Τα δάκτυλά μου, φόρτιζαν τα δικά σου για πάνω από τρεις ώρες. Η σκέψη ότι θα ξανακάναμε έρωτα μετά από πέντε χρόνια με τρέλαινε.
“Για αυτό έφυγα από την πόλη. Δεν ήταν δυνατόν να αισθάνομαι τις άκρες των δακτύλων μου νεκρωμένες και να σε έχω δίπλα μου.
Από τα μεγάφωνα του σταθμού μια φωνή ακούστηκε. ¨Σας παρακαλώ! Βρίσκεστε σε δημόσιο χώρο¨.
Ο Κ1 και η Η2 τινάχτηκαν. Δεν ήθελαν να δώσουν αφορμή για κάποια νέα ποινή.¨Φύγαμε;¨ είπε ο Κ1.¨Πάμε στη θάλασσα;¨ Ρώτησε με προσμονή η Η2.
Το ξημέρωμα τους βρήκε έξω από την πόλη, στην έρημη, βραχώδη ακτογραμμή, καθισμένους στο πλάτωμα ενός βράχου. Ο ένας κρατούσε σφιχτά το χέρι του άλλου με πλεγμένα τα δάχτυλά τους. Ο μονότονος γδούπος από τα κύματα που έσκαζαν αφρισμένα στο βράχο, ακουγόταν ως το πλάτωμα, σαν απόκοσμο, ήρεμο βουητό.
Η λάμψη της ανατολής, αφύπνησε τις αισθήσεις τους και φόρτισε τους υποδοχείς των μηχανικών μελών τους.
Μια ξέγνοιαστη, νέα μέρα άρχιζε.
Μάιος 2020
Leave a Reply